ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Paper (to)
Ελληνικά : Καλύπτω με ταπετσαρία
Γαλλικά : Tapisser (une pièce)
Γερμανικά : Bedecken mit Tapete
Επιστροφή