ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Syndiqué (adj)
Ελληνικά : Συνδικαλισμένος
Αγγλικά : Unionized
Γερμανικά : gewerkschaftlich organisiert
Επιστροφή