ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Adjournment
Ελληνικά : Διακοπή συνεδρίασης
Γαλλικά : Suspension d'une séance
Γερμανικά : Unterbrechung der Sitzung
Επιστροφή