ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Besetzt
Ελληνικά : Κατειλημμένος
Αγγλικά : Busy
Γαλλικά : Occupé
Επιστροφή