ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Affilié (groupe)
Ελληνικά : Μέλος (ένωσης, σωματείου)
Αγγλικά : Affiliated company, An affiliate member, Associate
Γερμανικά : Beteiligung in einer Gesellschaft, Teilhaber
Επιστροφή