|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Affiliated company
- Ελληνικά : Εταιρία με συνέταιρους (με συμμετέχοντα μέλη), Θυγατρική εταιρία, Μέλος (ένωσης, σωματείου)
- Γαλλικά : Affilié (groupe), Groupe affilié, Société filiale
- Γερμανικά : Beteiligung in einer Gesellschaft, Tochterfirma, Unternehmen mit Geschäftspartnern (mit den teilnehmenden Mitglieder)
Επιστροφή