ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Surencombré
Ελληνικά : Κορεσμένος
Αγγλικά : Congested
Γερμανικά : Gesaettigt
Επιστροφή