ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Beschränkt
Ελληνικά : Περιορισμένος
Αγγλικά : Restricted
Γαλλικά : Restreint
Επιστροφή