ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Subventionné
Ελληνικά : Επιδοτούμενος
Αγγλικά : Subsidize
Γερμανικά : Subventionierte
Επιστροφή