ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Beschäftigen
Ελληνικά : Απασχολώ
Αγγλικά : Occupy (to)
Γαλλικά : Occuper
Επιστροφή