ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Άνεργοι
Αγγλικά : Unemployed (the)
Γαλλικά : Chômeurs (les)
Γερμανικά : Arbeitslosen
Επιστροφή