ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Chômer
Ελληνικά : Είμαι άνεργος
Αγγλικά : Unemployed (to be)
Γερμανικά : Arbeitslos (sein)
Επιστροφή