ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Besatzungs-
Ελληνικά : Κατοχικός
Αγγλικά : Occupying
Γαλλικά : Occupant (adj) (n)
Επιστροφή