ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Spéculer
Ελληνικά : Εικάζω, Κερδοσκοπώ
Αγγλικά : Speculate (to)
Γερμανικά : Spekulieren, Vermuten
Επιστροφή