ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Speculate (to)
Ελληνικά : Εικάζω, Κερδοσκοπώ
Γαλλικά : Spéculer
Γερμανικά : Spekulieren, Vermuten
Επιστροφή