ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Υπερανεπτυγμένος
Υπεραξία
Υπεραπασχόληση
Υπεράριθμες κρατήσεις
Υπεράριθμοι εργάτες
Υπεράριθμος
Υπεραρκετός
Υπερασπίζω
Υπεράσπιση
Υπεραστικός
Υπερατλαντικός
Υπεραφθονία στην αγορά
Υπερβαίνω
Υπερβαίνω (πιστώσεις)
Υπερβαίνω (σε αριθμό)
Υπερβαίνω ανώτατο όριο
Υπέρβαση

Επιστροφή