ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Παιδική ηλικία
Παιδικός σταθμός
Παιδικός σταθμός (για περιστασιακή φύλαξη)
Παιδοκομία
Παιδότοπος (σε εμπορικό κέντρο, νοσοκομείο, κλπ.)
Παινεύω
Παίρνω
Παίρνω διαζύγιο
Παίρνω θέση
Παίρνω κακή τροπή
Παίρνω κάποιον κάτω υπό την προστασία μου
Παίρνω κάποιον οικότροφο
Παίρνω μεγάλο ρίσκο
Παίρνω μέρος σε διαγωνισμό
Παίρνω μέρος σε εξετάσεις
Παίρνω πολλά φάρμακα
Παίρνω πρόωρη συνταξιοδότηση

Επιστροφή