ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Νομική οντότητα
Νομική υπηρεσία (εταιρίας, οργανισμού)
Νομικό καθεστώς
Νομικό καθεστώς, θεσμικό πλαίσιο
Νομικό κενό
Νομικό τμήμα (εταιρίας, οργανισμού)
Νομικός (επίθ.)
Νομικός (πρόσωπο)
Νομικός Σύμβουλος
Νόμιμα
Νόμιμη κατοικία
Νόμιμη πατρότητα
Νόμιμο επιτόκιο
Νομιμοποίηση
Νομιμοποιώ
Νομιμοποιώ/ αναγνωρίζω (τέκνο)
Νόμιμος

Επιστροφή