ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Εγκαθίσταμαι
Εγκαθίσταμαι στην αγορά
Εγκαθιστώ μόνιμα
Εγκαίνια
Εγκαινιάζω
Εγκαινιάζω μια νέα αγορά
Εγκαίρως
Εγκαταλείπω
Εγκαταλείπω τη συζυγική στέγη
Εγκαταλείπω την πόλη
Εγκατάλειψη
Εγκατάλειψη (τόπου, ατόμου)
Εγκατάλειψη υπαίθρου
Εγκαταλελειμμένη αστική περιοχή
Εγκαταλελειμμένος (τόπος)
Εγκαταλελειμμένος βιομηχανικός χώρος
Εγκαταστάσεις

Επιστροφή