ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αποθήκη (δωμάτιο)
Αποθήκη βενζίνης
Αποθήκη εμπορευμάτων
Αποθήκη επίπλων
Αποθήκη πυρομαχικών
Αποικία
Αποικιακός
Αποικιστής
Άποικος
Αποκαθιστώ
Αποκαθιστώ (κτίριο)
Αποκαθιστώ την ειρήνη
Αποκαθιστώ την ισορροπία
Αποκαλούμενος
Αποκατάσταση
Αποκατεστημένος
Αποκεντρωμένες κρατικές υπηρεσίες

Επιστροφή