ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Υφαρπάζω
Ύφεση
Υφή
Υφίσταμαι
Υφίσταμαι απώλεια
Υφίσταμαι ηθική βλάβη
Υφίσταμαι πλήγμα
Υφίσταμαι σωματική βία
Υφίσταμαι υλική ζημία
Υφίσταμαι ψυχική βία
Υφιστάμενος
Υφυπουργείο
Υφυπουργός
Υψηλή κοινωνία
Υψηλό κόστος διαβίωσης
Υψηλόβαθμος ανώτερος υπάλληλος
Υψηλός

Επιστροφή