ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Υποεπιτροπή
Υποθαλάσσιος
Υποθάλπω φυγά
Υπόθεση
Υπόθεση, αιτία (νομ.)
Υποθηκεύω
Υποθήκη
Υποθηκοφυλακείο
Υποκαθιστώ
Υποκατανάλωση
Υποκατάστατο
Υποκατάστημα
Υποκινητής
Υπόκοσμος
Υποκουλτούρα
Υποκύπτω
Υπολειμματικός

Επιστροφή