ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Συμπληρωματική σύνταξη
Συμπληρωματικό ποσό
Συμπληρωματικός
Συμπληρωματικός μισθός
Συμπληρωματικότητα
Συμπληρώνω
Συμπολίτης
Σύμπραξη γεωργικής εταιρίας
Συμπροεδρία
Συμπρόεδρος
Συμφέρον
Συμφέρουσα συμφωνία
Συμφιλιώνω
Συμφιλίωση
Συμφιλιωτής
Συμφορά
Συμφόρηση

Επιστροφή