ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Συμβεβλημένος (ιατρός)
Συμβιβάζομαι
Συμβιβασμός
Συμβιβαστική λύση
Συμβίωση εκτός γάμου
Συμβόλαιο
Συμβόλαιο χρονομίσθωσης
Συμβολαιογραφικός
Συμβολή
Συμβολική απεργία
Συμβουλευόμαι
Συμβουλεύομαι έναν ειδικό
Συμβουλευτική επιτροπή
Συμβουλευτική ιδιότητα
Συμβουλευτικός
Συμβουλή
Συμβούλιο

Επιστροφή