ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Συγκάτοικος
Συγκατοικώ
Συγκατοχή
Συγκάτοχος
Συγκεκριμένος
Συγκεντρώνομαι σε ομάδα
Συγκεντρώνω
Συγκεντρώνω (πόρους)
Συγκεντρώνω τις δυνάμεις μου
Συγκέντρωση
Συγκεντρωτισμός
Συγκληροδόχος
Σύγκλητος
Συγκοινωνίες
Συγκρατημένη αγορά
Συγκράτηση
Συγκρατώ

Επιστροφή