ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Στέλεχος
Στελέχωση
Στέλνω ειδικό απεσταλμένο
Στέπα
Στέρεο έδαφος
Στερεοποίηση
Στερεοποιώ
Στερεός
Στερεότητα
Στερημένη ζωή
Στέρηση
Στερούμαι
Στερώ
Στερώ (γή)
Στερώ από κάποιον τα δικαιώματά του
Στη γενέτειρά μου
Στη στενή

Επιστροφή