ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Αντλία
Αντλία θερμότητας
Αντλία τροφοδοσίας
Αντλιοστάσιο
Αντλώ
Αντλώ από τα αποθέματά μου
Αντλώ κεφάλαια
Αντοχή
Ανύπαντρη μητέρα
Ανύπαντρος
Ανυπόφορος
Ανυψώνω
Ανυψώνω (τοίχο)
Ανύψωση (τοίχου)
Άνω κατάστρωμα
Ανώνυμη εταιρία κτηματικής πίστης
Ανώτατα θεσμοθετημένα σώματα

Επιστροφή