ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Προάστιο
Προαχθείς
Προβαίνω σε βανδαλισμούς
Προβάλλω βέτο
Προβλέπει (νόμος)
Προβλεπόμενη ημερομηνία ολοκλήρωσης
Προβλεπόμενος
Προβλεπόμενος πληθυσμός
Προβλέπω
Πρόβλεψη
Πρόβλεψη εξόδων
Πρόβλεψη ισολογισμού
Πρόβλημα
Προβλήματα ρευστότητας
Προβλήματα ταμειακών ροών
Προβλήτα πρόσδεσης πλοίου
Προγαμιαίες ιατρικές εξετάσεις

Επιστροφή