ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Περιφραγμένοι χώροι
Περιφραγμένος
Περιφραγμένος χώρος
Περιφράσσω
Περίχωρα
Περνάω ένα νόμο
Περνάω μία πρόταση
Περνάω περίοδο λιτότητας
Περνάω τελωνειακό έλεγχο
Περνώ
Περνώ κάτι λαθραία
Περνώ μέσα από επίσημα κανάλια
Περνώ τη νύχτα στη στενή
Περνώ χρόνο
Πέταγμα
Πέτρα (για οικοδομικές εργασίες)
Πετρελαιαγωγός

Επιστροφή