ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Περιοδικό
Περιοδικός
Περίοδος
Περίοδος αιχμής
Περίοδος αναταραχής
Περίοδος επαγγελματικής άσκησης
Περίοδος ευημερίας
Περιορίζω
Περιορισμένη έκδοση
Περιορισμένη ευθύνη
Περιορισμένος
Περιορισμοί εξαγωγών
Περιορισμός
Περιορισμός γεννήσεων
Περιοριστική ρήτρα
Περιοριστικός
Περιουσία

Επιστροφή