ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ανειδίκευτος εργάτης
Ανέκκλητη πίστωση
Ανεκτικός
Ανεκτικότητα
Ανέλκυση
Ανελκυστήρας
Ανεμιστήρας
Ανεμοδαρμένος
Άνεμος
Ανεμοστρόβιλος
Ανενεργό ηφαίστειο
Ανέντιμος
Ανεξάρτητα από τη φυλή
Ανεξάρτητος
Ανεπάγγελτος
Ανεπάρκεια
Ανεπαρκής εξοπλισμός

Επιστροφή