ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ανανεώσιμο με σιωπηρή ανανέωση (συμβόλαιο, κλπ.)
Ανανεωτής
Ανανεωτικός, ή, ό
Ανάξιος
Αναπαλαίωση
Αναπαραγωγή
Αναπαραγωγικός
Αναπαραγωγικότητα
Αναπαραγωγός
Ανάπαυλα
Ανάπαυση
Αναπαυτικός
Αναπηρικό καρότσι
Ανάπηρος πολέμου
Αναπλάθω
Αναπλάθω μια συνοικία
Ανάπλαση κτιρίου

Επιστροφή