ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Καθυστερημένος
Καθυστέρηση
Καθυστερούμενα μισθώματα
Καθυστερούμενη πληρωμή
Καθυστερώ
Καθυστερώ πληρωμή
Καθυστερώ την πληρωμή ενοικίου
Καινούργιος
Κακής ποιότητας εμπορεύματα
Κακοδιατηρημένος
Κακομαθαίνω
Κακομεταχειρίζομαι
Κακομεταχείριση
Κακοποίηση (παιδιού)
Κακοποιός
Κακόφημο ίδρυμα
Κακόφημο μέρος

Επιστροφή