ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Καθιστώ αποδοτικό
Καθιστώ άφλεκτο
Καθιστώ βιώσιμη μια επιχείρηση
καθολίκευση
Καθολικεύω
Καθολική ψηφοφορία
Καθολικότητα
Καθορίζω
Καθορίζω βασικές κατευθύνσεις
Καθορίζω μέτρα
Καθορίζω ποσόστωση
Καθορίζω τα όρια μιας περιοχής
Καθορίζω τιμή
Καθορίζω τους όρους ενός συμβολαίου
Καθορισμένες τιμές
Καθορισμός
Καθορισμός τιμών

Επιστροφή