ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Κάθετος
Καθέτως
Καθηγητής
Καθηγητικό επάγγελμα
Καθήκον
Καθήκοντα
Καθημερινά
Καθημερινή ζωή
Καθημερινή μετακίνηση προς και από τον τόπο εργασίας (μεγαλούπολη)
Καθημερινός
Καθησυχάζω
Καθησυχαστικός
Καθιερώνομαι στην αγορά
Καθίζηση εδάφους
Καθιστική ζωή
Καθιστικό
Καθιστικός

Επιστροφή