ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ανά κεφαλή
Αναβαθμίζω
Αναβαθμίζω μια περιοχή
Αναβαθμίζω μια συνοικία
Αναβάθμιση οικιστικών συνόλων/ φυσικού περιβάλλοντος
Αναβάθμιση των γκέτο
Αναβαθμισμένος
Αναβάλλω (για αργότερα)
Αναβάλλω επ' αόριστον ένα σχέδιο
Αναβαπτίζω
Ανάβαση
Αναβιώνω
Αναβλήθηκε για μεταγενέστερη ημερομηνία
Αναβλύζω
Αναβολή
Αναγέννηση
Αναγκάζω

Επιστροφή