ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Όλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ανά κεφαλή
Αναβαθμίζω
Αναβαθμίζω μια περιοχή
Αναβαθμίζω μια συνοικία
Αναβάθμιση οικιστικών συνόλων/ φυσικού περιβάλλοντος
Αναβάθμιση των γκέτο
Αναβαθμισμένος
Αναβάλλω (για αργότερα)
Αναβάλλω επ' αόριστον ένα σχέδιο
Αναβαπτίζω
Ανάβαση
Αναβιώνω
Αναβλήθηκε για μεταγενέστερη ημερομηνία
Αναβλύζω
Αναβολή
Αναγέννηση
Αναγκάζω
Προηγούμενη
1
2
...
18
19
20
21
22
23
24
...
562
563
Επόμενη
Επιστροφή