ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Εντεταλμένος
Εντοιχίζω
Εντολή
Εντολή (νομ.)
Εντολή εξαγωγής
Εντολοδότης
Έντονος ανταγωνισμός
Εντοπίζω
Εντοπισμός
Εντός των τειχών
Έντυπο
Έντυπο αίτησης
Έντυπο κατάσχεσης
Έντυπο υποψηφιότητας
Ενυπόθηκη απαίτηση
Ενυπόθηκη εγγύηση
Ενυπόθηκο δάνειο

Επιστροφή