ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Εκπαιδευτικό υλικό
Εκπαιδευτικός
Εκπαιδευτικός (επιθ.)
Εκπαιδευτικός τεχνικής σχολής
Εκπαιδεύω
Εκπατρίζω
Εκπατρίζω, εκπατρίζομαι
Εκπατρισμένος
Εκπατρισμός
Εκπατρισμός κεφαλαίου (στο εξωτερικό)
Εκπληρώνω
Εκπληρώνω υποχρεώσεις
Εκπνέω
Εκποιημένες τιμές
Εκποίηση
Εκποιώ
Εκπολιτίζω

Επιστροφή