ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διαφημιστικός
Διαφθείρω
Διαφθορά
Διαφθορέας
Διαφορά
Διαφορά (νομ.), διαμάχη
Διαφορά γεννήσεων/θανάτων
Διάφορα έξοδα
Διάφορα θέματα
Διαφοροποιώ
Διάφορος
Διαφυγόν κέρδος
Διαφύλαξη του περιβάλλοντος
Διαφωνία στις αποδοχές
Διαχειρίζομαι
Διαχειρίζομαι (κτήμα)
Διαχειρίζομαι αγαθά

Επιστροφή