ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Διάσπαρτος συνοικισμός
Διάσπαση
Διάσπαση ψήφων
Διασπαστικός
Διασπορά
Διασπώ
Διασπώ μία εταιρία
Διαστάσεις
Διασταυρώνομαι
Διασταυρώνω (φυλές, είδη)
Διασταύρωση
Διασταύρωση (φυλών, ειδών)
Διάστημα
Διάστημα (χρονικό)
Διαστημική βιομηχανία
Διαστημικό λεωφορείο
Διαστημικός σταθμός

Επιστροφή