ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ταχυδρομικό γραφείο
Ταχυδρομικό περιστέρι
Ταχυδρομικό τρένο
Ταχυδρομικός διανομέας
Ταχυδρόμος
Ταχυδρομώ
Ταχύρρυθμη εκπαίδευση
Ταχύτητα
Τειλορισμός
Τεϊοποτείο
Τεκμήριο
Τεκμηριωμένος
Τεκμηρίωση
Τελειοθηρία
Τελειομανής
Τελειοποίηση
Τελειοποιήσιμος

Επιστροφή