ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Στυλιζάρω
Συγγένεια εξ΄αίματος
Συγγενείς
Συγγενείς εξ αγχιστείας
Συγγενικοί δεσμοί
Συγγράμματα
Συγγραφή υποχρεώσεων
Συγκατάθεση
Συγκατοίκηση
Συγκάτοικος
Συγκατοικώ
Συγκατοχή
Συγκάτοχος
Συγκεκριμένος
Συγκεντρώνομαι σε ομάδα
Συγκεντρώνω
Συγκεντρώνω (πόρους)

Επιστροφή