ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Σπιτικό
Σπιτονοικοκυρά
Σπιτονοικοκύρης
Σπιτονοικοκύρης (καθομιλ.)
Σπόνσορας
Σπόνσορας (οικονομικός όρος)
Σπόρ αυτοκίνητο
Σπορά
Σπορέας
Σπόρος
Σπουδάζω
Σπουδάζω νομικά
Σταδιακή μείωση επιτοκίου
Σταδιακός
Στάδιο
Στάζω
Σταθερή ροή κυκλοφορίας

Επιστροφή