ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Προφυλάκιση
Προφυλακτικό
Προφύλαξη
Προφυλάσσω
Πρόχειρη ανακαίνιση
Πρόχειρη διευθέτηση
Πρόχειρη εγκατάσταση
Πρόχειρη κατοικία
Πρόχειρη μακέτα
Προχωρώ με αργούς ρυθούς
Προώθηση αγαθών
Προωθώ
Προωθώ τα εμπορεύματά μου
Πρόωρα
Πρόωρο
Πρόωρο μωρό
Πρόωρος

Επιστροφή