ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Προϊστάμενος εμπορικού τμήματος
Προϊστάμενος τμήματος
Προϊστάμενος υπηρεσίας
Προκαλεί υπερκόπωση
Προκαλώ
Προκαλώ αγανάκτηση
Προκαλώ απόσχιση
Προκαλώ ζημιά σε
Προκαλώ οδική αποσυμφόρηση
Προκαταβάλλω
Προκαταβολή
Προκαταρκτικές συζητήσεις
Προκαταρκτική εξέταση
Προκαταρκτική μελέτη
Προκαταρκτική συζήτηση
Προκαταρκτικός
Προκήρυξη

Επιστροφή