ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Κατεδάφιση εργατικών κατοικιών
Κατειλημμένος
Κατεργάζομαι (δέρμα ζώου)
Κατεργασμένο προϊόν
Κατέρχομαι
Κατεστραμμένη, αφανισμένη (πόλη)
Κατεστραμμένο (σπίτι)
Κατεστραμμένο κτίριο
Κατευθύνσεις
Κατεύθυνση (της κίνησης)
Κατεύθυνση της αγοράς
Κατευθυντήρια (γραμμή)
Κατευθυντήρια αρχή
Κατευθύνω (δραστηριότητες, προσπάθειες)
Κατεχόμενη έκταση
Κατέχω
Κατέχω από κοινού

Επιστροφή