ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Καταπιέζω
Καταπιεσμένοι
Καταπολεμώ
Καταπονημένος
Καταποντίζω
Κατάπτωση
Κατάργηση
Κατάργηση (νόμου, διατάγματος)
Κατάργηση φραγμών
Καταργώ
Καταργώ το ανώτατο όριο
Καταργώ φραγμούς
Καταργώ χωρίσματα
Καταρράκτης
Καταρρακτώδης βροχή
Καταρρέω
Καταρτίζω

Επιστροφή