ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Επιστημονικός
Επιστρατεύω
Επιστρέφω
Επιστρέφω (κάτι)
Επιστρέφω από το εξωτερικό
Επιστρέφω σπίτι
Επιστρέφω στη γενέθλια γη
Επιστρέφω στη χώρα μου
Επιστρέφω στο σχολείο
Επιστρέφω στον ίσιο δρόμο
Επιστροφή
Επιστρώνω
Επίστρωση δαπέδου
Επίστρωση τοίχου
Επισφάλεια
Επισφαλής
Επίσχεση

Επιστροφή