ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Επιπλωμένο
Επιπλώνω εκ νέου
Επιπρόσθετος
Επίπτωση
Επιρρεπές σε πλημμύρα
Επιρρεπής σε πλημμύρα
Επιρρίπτω
Επισημαίνω
Επίσημη επίσκεψη
Επίσημη εφημερίδα (της Κυβερνήσεως)
Επίσημο καθεστώς πτώχευσης
Επισκέπτης
Επισκέπτομαι (πρόσωπο)
Επισκέπτομαι ένα σπίτι που πωλείται
Επισκευάζω
Επισκευάζω (οροφή, στέγη)
Επισκευάζω ένα σπίτι

Επιστροφή